φωνώ

φωνώ
(ε) αμετ. издавать звук; кричать; говорить

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Смотреть что такое "φωνώ" в других словарях:

  • φωνώ — έω, και πωνίω Α [φωνή] 1. εκβάλλω φωνή ή, γενικότερα, παράγω ήχο 2. (για πρόσ.) α) μιλώ δυνατά, φωνάζω ή μιλώ με καθαρότητα β) (απλώς) λέω κάτι («ἔπος φάτο φώνησέν τε», Ομ. Οδ.) γ) (ειδικά) ξεφωνίζω, ιδίως από χαρά («φωνήσατ ὦ γυναῑκες», Σοφ.) 3 …   Dictionary of Greek

  • φωνῶ — φωνέω produce a sound pres subj act 1st sg (attic epic doric) φωνέω produce a sound pres ind act 1st sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεοφωνώ — θεοφωνῶ, έω (Α) μιλώ εκ μέρους τού θεού, προφητεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < θεο * + φωνώ (< φωνος < φωνή), πρβλ. ανα φωνώ, δια φωνώ] …   Dictionary of Greek

  • κενοφωνώ — κενοφωνῶ έω (ΑΜ) λέγω ανοησίες, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + φωνῶ (< φωνος < φωνή), πρβλ. βαρυ φωνώ, κακο φωνώ] …   Dictionary of Greek

  • αφώνητος — ἀφώνητος, ον (Α) [φωνώ] 1. αυτός που δεν έχει φωνή, άφωνος, άλαλος 2. αυτός που σωπαίνει 3. ανείπωτος, ανέκφραστος, απερίγραπτος …   Dictionary of Greek

  • επιφωνώ — (AM ἐπιφωνῶ, έω) φωνάζω, αναφωνώ («οἱ δὲ ἐπεφώνουν λέγοντες σταύρωσον, σταύρωσον αὐτόν», ΚΔ) μσν. 1. δηλώνω πανηγυρικά, φανερώνω 2. προσφωνώ 3. διατάζω 4. μέσ. ἐπιφωνοῡμαι α) συμβουλεύω, προτρέπω β) παραγγέλνω, διατάζω γ) γνωστοποιώ αρχ. μσν.… …   Dictionary of Greek

  • εύφημος — Μυθολογικό πρόσωπο. Ήρωας της Αργοναυτικής εκστρατείας και της Μητιονίκης. Άλλες παραδόσεις τον εμφανίζουν ως κάτοικο του Ταινάρου, όπου ο πατέρας του είχε ιερό, και ως σύζυγο της Λαονόμης, κόρης του Αμφιτρίωνα και της Αλκμήνης. Σύμφωνα με τον… …   Dictionary of Greek

  • καταφωνώ — καταφωνῶ, έω (Α) 1. γεμίζω με τη φωνή μου, κάνω κάτι να αντηχεί 2. (κατά τον Ησύχ.) «καταφωνεῑ ταράσσει». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + φωνῶ «μιλώ, ηχώ» (< φωνή)] …   Dictionary of Greek

  • κλέζω — (Α) (κατά τον Ησύχ.) «καλῶ, φωνῶ». [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φωνητικά παραλλαγμένο τ. τού κλῄζω] …   Dictionary of Greek

  • μεταφωνώ — μεταφωνῶ, έω (ΑΜ) μσν. μιλώ σε κάποιον πάλι, προσφωνώ κάποιον ξανά αρχ. 1. ομιλώ μεταξύ κάποιων («μετεφώνεε Μυρμιδόνεσσιν», Ομ. Ιλ.) 2. αποτείνω τον λόγο σε κάποιον, προσαγορεύω κάποιον 3. (κατ επέκτ.) διατάσσω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + φωνῶ… …   Dictionary of Greek

  • περιφωνώ — έω, Α φωνάζω, αντηχώ ολόγυρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + φωνῶ «μιλώ, ηχώ» (< φωνή)] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»